-
1 προσβαινω
(fut. προσβήσομαι, aor. 2 προσέβην)1) наступать(τῷ ἀριστερῷ ποδί Xen.)
λὰξ προσβάς Hom. — наступив ногой2) подступать, подходить(κνημοὺς Ἴδης Hom.; τῷ τείχει Plat.)
3) восходить, подниматься(κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος Her.; τόνδε πάγον Aesch.; πρὸς τὸν λόφον Polyb.)
4) вступать, входить(ἐς ἄλσος Soph.; εἰς τέν Λάκαιναν Xen.)
5) идти впередπῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνέρ κῶλον προσβαίη μακράν ; Soph. — как же человек с больной ногой мог бы далеко зайти?
6) перен. находить, охватывать(τίς σε προσέβη μανία; Soph.)
7) привходить, прибавляться
См. также в других словарях:
προσβαίνω — Α [βαίνω] 1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε το ξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῡ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.) 2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῑοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.) 3. ανέρχομαι,… … Dictionary of Greek